- αστρολόγο
- astrolog, müneccim
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
καιρόφιλος — καιρόφιλος, ὁ (Α) (για αστρολόγο) αυτός που παρατηρεί τον καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φιλος (< φίλος), πρβλ. ζωό φιλος, υδρό φιλος] … Dictionary of Greek
Αλίντα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1918 από τον Γερμανό αστρολόγο Μαξ Βολφ. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 17,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη… … Dictionary of Greek
Λακάγ, Νικολά Λουί ντε- — (Nicolas Luis de Lacaille, Ριμινί 1713 – Παρίσι 1762). Γάλλος αστρονόμος. Ανατράφηκε σε μια εύπορη οικογένεια με προοδευτικές αντιλήψεις, ενώ διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον κορυφαίο την εποχή εκείνη αστρολόγο Ζακ Κασίνι, που εργαζόταν στο… … Dictionary of Greek